Translate

Πέμπτη 3 Μαρτίου 2011

Μερικές επισημάνσεις για τον ρόλο της θρησκείας στο γίγνεσθαι της κοινωνικής πραγματικότητας

Γιώργης Παπανικολάου

Η θρησκεία, ως βασικός συστατικός θεσμός της ανθρώπινης κοινωνίας, διαδραματίζει πάντα πρωτεύοντα ρόλο στη συνολική δυναμική που διαμορφώνει την εκάστοτε κοινωνική πραγματικότητα. Ο ρόλος αυτός πραγματώνεται ποικιλότροπα σε οποιαδήποτε μορφή κρατικής - κοινωνικής συγκρότησης, είτε μιλάμε για την αποδοχή μιας και μόνης θρησκείας είτε για την επικράτηση της ανεξιθρησκείας. Αλλά ακόμη και στις επίσημα αθεϊστικές κοινωνίες, η θρησκευτικότητα, ως αρχέγονη ανθρώπινη ανάγκη, πάντα έψαχνε κι έβρισκε τρόπους για να εκφραστεί.
Έτσι, στη συντριπτική τους πλειοψηφία οι ανθρώπινες κοινωνίες συγκροτούνται σε κρατικές οντότητες έχοντας τη θρησκεία ως βασικό συστατικό τους στοιχείο, πράγμα που επίσημα διαπερνά την οποιαδήποτε μορφή άσκησης της εξουσίας, κι ακόμα περισσότερο όταν η ίδια η θρησκεία αποκτά πλήρη πολιτική έκφραση αναλαμβάνοντας όλες τις εξουσίες (θεοκρατία).

Αν έτσι έχουν τα πράγματα: Πως γίνεται να επικρατεί μέχρι και σήμερα μια κατάσταση σαδιστικής αναλγησίας που μεταφράζεται σε πολύμορφους πολέμους, οι οποίοι επιφέρουν τη φτώχεια, την εξαθλίωση και τη δυστυχία;

Πως γίνεται να υπάρχουν άνθρωποι που, έχοντας τον τρόπο να δρουν εξουσιαστικά, αντιμετωπίζουν ή μεταχειρίζονται άλλους ανθρώπους ως αντικείμενα μιας πολύμορφης εκμετάλευσης;
Πως μπορεί ο άνθρωπος, έχοντας υπόψη τα όσα τρομερά και τραγικά έχει διαπράξει στη διάρκεια της ιστορικής του διαδρομής, να εξακολουθεί τον ίδιο τρόπο βίωσης της καθημερινότητάς του, αδιαφορώντας για την όποια δυνατότητα μιας ουσιαστικής αλλαγής;
Πως μπορεί η κοινωνία να δέχεται, σχεδόν χωρίς αντίδραση, την ισοπεδωτική επέλαση ενός παγκόσμιου πλέον συστήματος εξουσίας, το οποίο, εμπορευματοποιώντας τα πάντα, ανάγει σε υπέρτατο σκοπό του ανθρώπου την επίτευξη του "κέρδους" μέσα από ένα συνεχές "δούναι και λαβείν";
Πως γίνεται η θρησκεία, ως ιδρυτικός θεσμός εξουσίας, να δέχεται όλη αυτή τη κατάσταση χωρίς να οργανώνει μια "νόμιμη άμυνα", μέσα απ' το τεράστιο δίκτυο που διαθέτει, δείχνοντας, με λόγια και πράξεις ουσίας, προς έναν άλλο τρόπο ζωής, για τη δημιουργία ενός καλύτερου κόσμου;

Αλλά για ποια θρησκεία μιλάμε; Ποια θρησκεία θα μπορούσε να λειτουργήσει ως κίνημα μιας πραγματικής αλλαγής του κόσμου των ανθρώπων;

Χωρίς να αναφερθούμε σε δογματικούς διαχωρισμούς διαπιστώνουμε ότι, μετά τη κατάρευση του παγανισμού και των ειδώλων, οι θρησκείες που επικράτησαν παγκόσμια είναι η Χριστιανική και η Μουσουλμανική, οι οποίες προέρχονται ή και αποτελούν συνέχεια της Ιουδαϊκής μονοθεϊστικής θρησκείας. Εδώ λοιπόν μπορούμε να επισημάνουμε ότι η ρήση του Ξενοφάνη ότι "οι άνθρωποι έπλασαν τους θεούς κατ' εικόνα και κατ' ομοίωσή τους", αντιστρέφεται και σύμφωνα με τη Παλαιά Διαθήκη: "Ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο κατ' εικόνα και κατ' ομοίωσή Του".
Πέρα απ' τις όποιες άλλες θεολογικές ερμηνείες της παραπάνω επισήμανσης, αυτό που κυρίως μπορεί να σημαίνει είναι ότι, ο άνθρωπος, με βάση τη λογικότητά του, έχει τη βουλητική δυνατότητα να ξεπεράσει τις δεσμεύσεις των παραλλαγών του ενστίκτου και να αναχθεί βιωματικά στις ανώτερες πνευματικές καταστάσεις της φιλαλληλίας και της αγάπης. Αυτή η ερμηνεία αποτελεί κύριο άξονα της Χριστιανικής θρησκείας, η οποία ονομάζεται και θρησκεία της αγάπης.

Αλλά αν υποθέσουμε ότι ένας βαπτισμένος Χριστιανός, που σκέφτεται ν' ακολουθήσει πραγματικά αυτόν τον δύσκολο δρόμο, θελήσει να βρει στήριγμα κι αποκούμπι στην Αγία Γραφή, θα εκπλαγεί και ίσως απογοητευτεί. Κι αυτό θα συμβεί, γιατί θα διαπιστώσει ότι ο Θεός - εκτός από Φιλεύσπλαχνος και Μεγαλόθυμος Δημιουργός - παρουσιάζεται περισσότερο ως ο Υπέρτατος Άρχοντας - εξουσιαστής, ο οποίος δρα και συμπεριφέρεται απέναντι στα δημιουργήματά του με τρόπο εκδικητικό κι ανάλγητο, που παραπέμπει σε ενστικτώδεις ανθρώπινες εξουσιαστικές πρακτικές. Ο Θεός, μεταξύ των άλλων, όχι μόνο δέχεται κι ευλογεί τον θεσμό της δουλείας και τις διακρίσεις μεταξύ ανθρώπων, αλλά καθιερώνει και τις διακρίσεις μεταξύ φυλών και λαών, μιλώντας για ευλογημένους ή καταραμένους ανθρώπους και για περιούσιους ή υποδεέστερους λαούς. Επίσης, ο Υπέρτατος ΄Αρχοντας, ευλογεί τους πολέμους, τις σφαγές και την ολοκληρωτική καταστροφή λαών που δεν του είναι αρεστοί, προκειμένου να επιβάλει τη παρουσία του εκλεκτού του λαού. Επεμβαίνει και ορίζει μέχρι και το μοίρασμα των λάφυρων του πολέμου, μεταξύ των πολεμιστών, του λαού και των ιερέων. Φανερώνεται ως ο Παντοδύναμος Δημιουργός και Παντοκράτωρας, που απαιτεί απόλυτη υπακοή στις εντολές του απειλώντας τον παραβάτη με σκληρή τιμωρία. Ο Θεός, σύμφωνα με όσα αναγράφονται στη Παλαιά Διαθήκη, ζητά απ' τον πιστό Ισραηλινό να τον φοβάται και να τον προσκυνά, και να δείχνει έμπρακτα τη λατρεία του κτίζοντας βωμούς και προσφέροντας θυσίες με τη σφαγή και τη καύση των καλύτερων ζώων. Σε ανταπόδοση γι' αυτή τη συμπεριφορά ο Θεός ευλογεί τον πιστό και τον ανταμείβει με περισσότερα αγαθά και ζώα, έστω κι αν αυτό γίνεται πολλές φορές σε βάρος άλλων ανυποψίαστων ανθρώπων.
Έτσι ο Θεός όχι μόνο εγκρίνει την έννοια του "δούναι και λαβείν" που επικρατεί στις σχέσεις των ανθρώπων, αλλά και ανάγει αυτή την έννοια σε υπαρκτικό χαρακτηριστικό της δικής του έννοιας.

Μετά απ' αυτή τη "φανέρωση" του "Προσώπου" του Θεού, γεννάται το ερώτημα: Γιατί το βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης, το οποίο επί της ουσίας αποτελεί ένα ιστορικό; αφήγημα της "ελέω Θεού" ιδρύσεως του έθνους του Ισραήλ, πρέπει να υπάρχει αυτούσιο στην Αγία Γραφή των Χριστιανών;
Πως συμβιβάζεται η έννοια του Θεού ως απειλητικού Άρχοντα - Εξουσιαστή που αξιώνει προσκυνήματα και θυσίες, με την έννοια του Θεού ως Υπέρτατου Χορηγού Καλοσύνης, Συγχώρησης κι Αγάπης, όπως φανερώνεται μέσα από τα λόγια και τις πράξεις του Χριστού, που αναγράφονται στη Καινή Διαθήκη;
Η απάντηση σ' όλα αυτά δίνεται μέσα απ' την ιστορική διαδρομή του Χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας, η οποία όχι μόνο είναι γεμάτη από φόνους, ραδιουργίες και σκληρούς θρησκευτικούς πολέμους για το μοίρασμα της εξουσίας, αλλά κι απ' τη διαχρονική επίδραση στο κοινωνικό γίγνεσθαι ως πυλώνας στήριξης της επιβολής κάθε αυταρχικής και ολοκληρωτικής εξουσίας, στα πλαίσια των διάφορων παραλλαγών του καπιταλισμού, του ιμπεριαλισμού και της αποικιοκρατίας.

Το ριζοσπαστικό πνεύμα μιας πραγματικής κοινωνικής αλλαγής, που ευαγγελίζεται η έννοια του Θεού της Αγάπης, όπως σηματοδοτείται από την επί του όρους ομηλία του Ιησού - που αποτελεί και την ουσία του Χριστιανισμού -  τέθηκε σε άμεση συντηρηκοποίηση, όταν οι απολογητές της θρησκείας συνέδεσαν τις δυο αντιφατικές έννοιες του Θεού στην Αγία Γραφή, επιφέροντας σκόπιμη σύγχιση. Το γεγονός αυτό λειτούργησε καταλυτικά για την απευθείας σύνδεση του Χριστιανισμού με την εξουσία, κι έδωσε βήμα στους διάφορους δογματικούς θεολογούντες να ερμηνεύουν την Αγία Γραφή κατά περίπτωση και σύμφωνα με τις εκάστοτε επιδιώξεις του ιμπεριαλιστικού πολιτικο - οικονομικού συστήματος εξουσίας.
Η κατάσταση αυτή εξακολουθεί μέχρι και σήμερα να είναι έτσι, ώστε η εκκλησία του Χριστού, ως νέος τόπος - τρόπος σχέσεων φιλαλληλίας και Αγαπητικής έκφρασης ελευθερίας από τη φυσική αναγκαιότητα, να μετατραπεί σε τόπο ενός μονότονα επαναλαμβανόμενου τυπικού τελετουργικού, που εξαντλείται κυρίως σε κοστολογημένες διεκπεραιωτικές διαδικασίες επικύρωσης κοινωνικών γεγονότων με τη σφραγίδα της θρησκευτικής εξουσίας.
Κάποιες εξαιρέσεις απλά επιβεβαιώνουν τον κανόνα.
Έτσι, αυτό που αποκαλούμε εκκλησία λειτουργεί επί της ουσίας ως προκάλυμα και ως άλλοθι μιας κατεστημένης κοσμικής εξουσίας, η οποία με πράξεις και παραλήψεις ενέχεται για τα σημερινά τραγικά κοινωνικά αδιέξοδα, αποτελώντας μέρος του όλου εξουσιαστικού προβλήματος.
Ως εκ τούτου, μια μελλοντική αλλαγή των πραγμάτων είναι φυσικό να αφορά τη πραγματική επικράτηση του Χριστιανισμού, με την ανατροπή του συστήματος εξουσίας που παρουσιάζεται σήμερα ως "Χριστιανισμός".


Δεν υπάρχουν σχόλια: