Translate

Πέμπτη 8 Ιουλίου 2010

Συγκριτική Ψυχολογία των πολιτισμών Ιουδαιοχριστιανικού & Ρωμαίϊκου

Η πολύ ενδιαφέρουσα αυτή εισήγηση του Σπύρου Τσιτσίγκου, δόθηκε στις 30/5/2010 στο 2ο Διεθνὲς Συνέδριο μὲ θέμα "Ἅγιοι Τόποι καὶ Ρωμηοσύνη" και δημοσιεύεται στο "Αντίφωνο", απ' όπου και την αναδημοσιεύουμε. Αν επισκευτείτε τη σελίδα του "Αντίφωνου" θα παρακολουθήσετε βίντεο με την ομιλία και πολύ ενδιαφέροντα σχόλια αναγνωστών.


"Στη σύ­ντο­μη ει­σή­γη­ση αυ­τή, θα ε­πι­χει­ρή­σω ―υ­πό το πρί­σμα τής Ψυ­χο­λο­γί­ας τού Πο­λι­τι­σμού― μί­α φαι­νο­με­νο­λο­γι­κή σύ­γκρι­ση των δύ­ο δο­μι­κών για την αν­θρω­πό­τη­τα πο­λι­τι­σμών ιουδαιοχριστιανικού και ελ­λη­νο­χρι­στια­νι­κού, α­πό τους ο­ποί­ους προ­έ­κυ­ψε ο ρω­μαί­ι­κος. Με τη σύ­γκρι­ση αυ­τή ευελ­πι­στώ να φα­νεί ό­χι η υ­πε­ρο­χή τού ε­νός έ­να­ντι του άλ­λου, αλ­λ’ οι προ­σμί­ξεις και τα ση­μεί­α σύ­γκλι­σης ή α­πό­κλι­σης με­τα­ξύ τους, τη­ρου­μέ­νων πά­ντο­τε των ι­στο­ρι­κο-κοι­νω­νι­κών α­να­λο­γιών.
Ω­στό­σο, ούτε α­γνο­ώ ο­ρι­σμέ­νες α­ντί­θε­τες α­πό­ψεις που βα­σί­ζο­νται στην πε­ρί α­συ­νέ­χειας του Ελ­λη­νι­σμού θε­ω­ρί­α των Φαλ­με­ρά­υερ, Μάν­γκο και Χο­μπσμπά­ουμ, ού­τε με τους ό­ρους Ελ­λη­νορ­θο­δο­ξί­α και υ­παι­νίσ­σο­μαι κά­ποια λα­ϊ­κή και φολ­κλο­ρι­κή ελ­λη­νο-θρη­σκευ­τι­κό­τη­τα ή έ­ναν πο­λι­τι­σμι­κό εθνοφυλετισμό ε­νός «θε­ο­φό­ρου» λα­ού. Πά­ντως, η μετα­νε­ω­τε­ρι­κό­τη­τα δεν α­πο­κλεί­ει ―θε­ω­ρη­τι­κά και πρα­κτι­κά― κα­μί­α κουλ­τού­ρα. Ε­ξάλ­λου, ό­χι ο Ιου­δαιο­χρι­στια­νι­σμός, αλ­λά κά­ποιες αι­ρέ­σεις κα­τα­δι­κά­ζουν συλ­λή­βδην «κό­σμο» και πολι­τι­σμό.
Ο Ελ­λη­νι­σμός υ­φί­στα­ται στον Χρι­στια­νι­σμό α­πό τη γέ­νε­σή του, α­φού ο Ιου­δα­ϊ­σμός με τον ο­ποί­ο συν­δέ­θη­κε ο Χρι­στια­νι­σμός, ή­ταν ή­δη έ­νας ε­ξελ­λη­νι­σμέ­νος Ιου­δα­ϊ­σμός. Συ­νο­ψί­ζο­ντας τα ψυ­χο­λο­γι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά τού αρ­χαιο­ελ­λη­νι­κού πο­λι­τι­σμού, αν και α­πό πό­λη σε πό­λη κά­ποια ή­θη διέ­φε­ραν αι­σθη­τά, θα ε­πι­ση­μαί­να­με την κρι­τι­κή προ­σλη­πτι­κό­τη­τα, την αιώ­νια ε­φη­βεί­α, τον σε­βα­σμό στη δυ­να­μι­κή τής Πα­ρά­δο­σης, τη λι­τό­τη­τα ή α­πλό­τη­τα αλ­λά και την εκ­θή­λυν­ση και τρυ­φή, τη φι­λο­ξε­νί­α, τη φι­λο­πα­τρί­α, την ε­πι­νο­η­τι­κό­τη­τα και πα­νουρ­γί­α, το παρακινδύνευμα, την ε­λευ­θε­ρο­φρο­σύ­νη, την ε­ναλ­λα­γή με­τα­ξύ πο­λυ­θε­ΐ­ας και μο­νο­θε­ΐ­ας, ή με­τα­ξύ μύ­θου και λό­γου, την πο­λι­τι­κό­τη­τα, τη φι­λο­σο­φι­κή και θε­ω­ρη­τι­κή α­να­ζή­τη­ση και α­δο­λε­σχί­α, τον να­του­ρα­λι­σμό, τη φι­λο­κα­λί­α και το η­θι­κό και αι­σθη­τι­κό μέ­τρο.

Α­πό την άλ­λη με­ριά, ε­στιά­ζο­ντας δια­χρο­νι­κά στην ψυ­χο­λο­γί­α τού ιου­δα­ϊ­κού πο­λι­τι­σμού γε­νι­κά, πα­ρα­τη­ρού­με ό­τι ο Ιου­δα­ϊ­σμός:
α) έ­χει ε­ξυ­φά­νει μια ι­διαί­τε­ρη (συλ­λο­γι­κή και προ­σω­πι­κή) σχέ­ση με το Θεί­ο και ι­διαί­τε­ρα με το ι­δί­ω­μα της Θεί­ας πα­τρό­τη­τας,
β) δια­κα­τέ­χε­ται α­πό έ­να φο­βι­κό και ε­νο­χι­κό συ­ναί­σθη­μα, και γε­νι­κά α­πό έ­να «σύν­δρο­μο ε­πι­βί­ω­σης» και θυματοποίησης, το ο­ποί­ο εκ­δη­λώ­νε­ται ή/και α­να­πλη­ρώ­νε­ται εί­τε μέ­σω πο­λυ­μή­χα­νων στρα­τη­γη­μά­των, εί­τε μέ­σω ποι­κί­λων ε­μπο­ρι­κο-οι­κο­νο­μι­κών δρα­στη­ριο­τή­των,
γ) εμ­φα­νί­ζει πο­λω­τι­κές ψυ­χο-κοι­νω­νιο­λο­γι­κά τά­σεις με­τα­ξύ των «εντός» (Ιου­δαί­ων) και των «ε­κτός» (μη Ιου­δαί­ων), που, με βά­ση την αν­θρω­πο­γε­ω­γρα­φί­α και την ε­θνι­κή τους ι­στο­ρί­α, συ­ντε­λούν στη συ­νε­χή και βα­θύ­τε­ρη α­να­ζή­τη­ση αλ­λά και προ­βλη­μα­τι­σμό για την ταυ­τό­τη­τά του,
δ) οι γυ­ναί­κες σύ­ζυ­γοι και μη­τέ­ρες, πέ­ραν του ό­τι γε­νι­κά ε­πι­δει­κνύ­ουν μί­α αυ­στη­ρή και ά­τε­γκτη συ­μπε­ρι­φο­ρά, ε­πι­δρούν κα­τα­λυ­τι­κά στην ψυ­χι­κή ζω­ή των παι­διών και των συ­ζύ­γων τους, κά­τι που υ­πο­δη­λώ­νει τη νο­σταλ­γί­α τού Ιου­δαί­ου να ε­πι­στρέ­ψει στη «μή­τρα» (Ε­δέμ/«Γή Χα­να­άν»),
ε) εν­δια­φέ­ρε­ται κα­τε­ξο­χήν για την η­θι­κή, ψυ­χι­κή και πνευ­μα­τι­κή κά­θαρ­ση, ει­ρή­νευ­ση και ω­ρί­μαν­ση του α­τό­μου,
στ) δια­πνέ­ε­ται α­πό μί­α ι­σχυ­ρό­τα­τη νο­μι­κί­στι­κη α­ντί­λη­ψη, και
ζ) εμ­φο­ρεί­ται α­πό μί­α ευ­λα­βι­κή προ­σή­λω­ση στον κοι­νω­νι­κό φορ­μα­λι­σμό και το λα­τρευ­τι­κό τε­λε­τουρ­γι­κό.
Οι σχέ­σεις Ελ­λή­νων και Ε­βραί­ων αρ­χαιο­λο­γι­κά και ι­στο­ρι­κά α­νά­γο­νται στον 10ο π.Χ. αι., αλ­λ’ α­πό τον 2ο έ­ως τον 4ο μ.Χ. αι. οι σχέ­σεις αυ­τές εν­δυ­να­μώ­θη­καν. Στοι­χεί­α των μεν που υ­πήρ­χαν σπερ­μα­τι­κά στους δε, α­φο­μοιώ­θη­καν ή με­τα­στοι­χειώ­θη­καν μέ­σω πο­λι­τι­στι­κών πα­ραλ­λα­γών, δηλ. συμ­βο­λι­κών αλ­λη­λε­πι­δρά­σε­ων. Άλ­λα, έ­μει­ναν α­να­φο­μοί­ω­τα και α­πο­τέ­λε­σαν α­φορ­μές πα­ρε­ξη­γή­σε­ων έ­ως και βιαιο­τή­των ή και σφο­δρών εξεγέρ­σε­ων. Με την κα­τά­κτη­ση της Πα­λαι­στί­νης α­πό τον Μ. Αλέξαν­δρο και, στη συ­νέ­χεια, κα­τά τούς ελ­λη­νι­στι­κούς χρό­νους, α­να­πτύ­χθη­κε ―ι­δί­ως α­πό τα κα­τώ­τε­ρα κοι­νω­νι­κά στρώ­μα­τα― έ­νας μι­σελ­λη­νι­σμός, ε­νώ υ­πήρ­ξαν σφο­δρές συ­γκρού­σεις μεταξύ Α­θή­νας και Ιε­ρου­σα­λήμ. Παρ’ ό­λα αυ­τά, ο Ελ­λη­νι­σμός ε­πέ­δρα­σε στον Ιου­δα­ϊ­σμό σε ό­λες σχε­δόν τις εκ­φάν­σεις τού πολι­τι­σμού, ό­πως άλ­λω­στε και ο Ιου­δα­ϊ­σμός στον Χρι­στιανι­σμό.
Ο λε­γό­με­νος Ιουδαιοχριστιανισμός εί­ναι έ­νας πο­λι­τι­σμός θε­ο­κε­ντρι­κός, πνευ­μα­τι­κός, ε­πι­νο­η­τι­κός και ερ­γα­τι­κός, με έμ­φα­ση στο αν­θρώ­πι­νο πρό­σω­πο αλ­λά και στην κοι­νό­τη­τα. Σύμ­φω­να με τον Lacan, μό­νο μέ­σω τής πο­λι­τι­σμι­κής συμ­βο­λι­κής τά­ξης (δηλ. τής γλώσ­σας τού πα­τέ­ρα) ο άν­θρω­πος δο­μεί έ­να Ε­γώ. Τα ψυ­χο­λο­γι­κά και κοι­νω­νι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά τού ιουδαιο-χριστιανικού πο­λι­τι­σμού εί­ναι:
η πι­στή τή­ρη­ση και ε­φαρ­μο­γή τού Θεί­ου Νό­μου,
η ερ­μη­νεί­α και ο σχο­λια­σμός τής Α­γί­ας Γρα­φής α­πό τούς Πα­τέ­ρες,
ο πο­λι­τι­στι­κός συ­ντη­ρη­τι­σμός,
η στρο­φή προς τις πη­γές, το πα­ρελ­θόν και την Πα­ρά­δο­ση,
ο Θεί­ος φό­βος και η ευ­λά­βεια,
η ευ­λο­γί­α τής ερ­γα­σί­ας, τού μό­χθου και του α­γώ­να,
η α­ξί­α τής οι­κο­γέ­νειας,
η εν­θάρ­ρυν­ση της Παι­δεί­ας, τής κοι­νω­νι­κό­τη­τας και της φι­λο­πα­τρί­ας,
η η­θι­κή σε θέ­μα­τα διαφυλικών σχέ­σε­ων και κοι­νω­νι­κής δι­καιο­σύ­νης προ­σω­πι­κά και συλ­λο­γι­κά, και
η αι­σθη­τι­κή και καλ­λι­τε­χνι­κή α­νύ­ψω­ση του Θεί­ου μέσω τής Θ. Λα­τρεί­ας.

Κα­τά τους ελ­λη­νι­στι­κούς χρό­νους, ό­που η α­μι­γής αρ­χαιο­ελ­λη­νι­κή Φι­λο­σο­φί­α εί­χε κα­τα­ντή­σει θε­ουρ­γί­α, ε­πήλ­θε, μέ­σω τής, κα­τά τον Πλά­τω­να, τον Ι­σο­κρά­τη και τη στω­ι­κή κοσμόπολη, οι­κου­με­νι­κό­τη­τας της ελ­λη­νι­κής Παι­δεί­ας, που πο­λι­τι­κο-στρα­τιω­τι­κά δη­μιούρ­γη­σε ο Μ. Α­λέ­ξαν­δρος (ί­σως ως α­ντί­πρα­ξη στην περ­σι­κή αυ­το­κρα­το­ρί­α τού Κύ­ρου) και, στη συ­νέ­χεια, καλ­λιέρ­γη­σαν οι τρεις πο­λυε­θνι­κές αυ­το­κρα­το­ρί­ες Ρω­μαί­ων, Βυ­ζα­ντι­νών και Ο­θω­μα­νών, έ­νας εκ­χρι­στια­νι­σμός, δηλ. μια πνευ­μα­τι­κή με­τα­μόρ­φω­ση, τής ελ­λη­νι­κής Φι­λο­σο­φί­ας, ό­πως και μί­α με­γα­λύ­τε­ρη μορ­φο­λο­γι­κή πρό­σλη­ψη νε­ο­πλα­τω­νι­κών και νε­ο­πυ­θα­γο­ρι­κών στοι­χεί­ων α­πό τη χρι­στια­νι­κή Θε­ο­λο­γί­α. Έ­τσι, ο Λυ­κούρ­γος, ο Σω­κρά­της, ο Πλά­των, ο Α­ρι­στεί­δης, ο Θε­μι­στο­κλής, ο Λε­ω­νί­δας, ο Θρα­σύ­βου­λος, ο Δη­μο­σθέ­νης και ό­λοι οι με­γά­λοι Πα­τέ­ρες τής Εκ­κλη­σί­ας χα­ρα­κτη­ρί­ζο­νται α­πό τον Μα­κρυ­γιάν­νη γο­νιοί ό­λης τής αν­θρω­πό­τη­τας.
Αλ­λ’, ε­νώ με τον εκ­χρι­στια­νι­σμό τών Ελ­λή­νων και τών Ρω­μαί­ων υ­πήρ­ξε αλ­λη­λο-α­πο­δο­χή και οι δυο λα­οί πλη­σί­α­σαν α­κό­μα πε­ρισ­σό­τε­ρο ο έ­νας τον άλ­λο, δεν κα­τέ­στη δυ­να­τόν να ενοποι­η­θούν, α­φο­μοιω­θούν ή συγ­χω­νευ­θούν, λό­γω τής δυ­να­μι­κής παρουσίας και των δύ­ο. Η «δυα­δι­κή μο­ναρ­χί­α» τής Ρω­μα­ϊ­κής Αυ­το­κρα­το­ρί­ας πα­ρέ­μει­νε μια δι­πλή και δί­γλωσ­ση αυ­το­κρα­το­ρί­α μέ­χρι το τέ­λος της. Η υ­πο­δού­λω­ση των Ελ­λή­νων α­πό τη Ρω­μα­ϊ­κή Αυ­το­κρα­το­ρί­α ε­πέ­δρα­σε στην υ­ιο­θέ­τη­ση του Χρι­στια­νι­σμού α­πό τους Έλ­λη­νες και την α­πό την αρ­χή ελ­λη­νι­κό­τη­τα της Εκ­κλη­σί­ας. Για να κα­τα­νο­η­θεί, όμως, κα­λύ­τε­ρα η ψυ­χο­λο­γί­α τού ρω­μα­ϊ­κού πο­λι­τι­σμού, εί­ναι α­νά­γκη να λη­φθούν υ­πό­ψη:
α) η τρα­χεί­α και α­καλ­λιέρ­γη­τη κα­τα­γω­γή των προ-ρω­μα­ϊ­κών φυ­λών, που στε­ρού­νταν ό­χι μό­νο δη­μο­κρα­τι­κής συ­νεί­δη­σης, αλ­λά και φα­ντα­σί­ας, κα­λαι­σθη­σί­ας και του ε­ρευ­νη­τι­κού γε­νι­κά πνεύ­μα­τος,
β) ο αρχετυπικός μύ­θος ε­πι­βί­ω­σης των γε­ναρ­χών τους Ρω­μύ­λου και Ρώ­μου με το γά­λα μιας λύ­και­νας, που ση­μαί­νει την α­πλη­στί­α των Ρω­μαί­ων και τις αρ­πα­κτι­κές δια­θέ­σεις τους,
γ) το ξαφ­νι­κό αί­σθη­μα υ­πε­ρο­χής, που τούς προ­σέ­δω­σαν οι κα­τα­κτή­σεις τους, και
δ) το σύνδρομο πνευ­μα­τι­κής τους κα­τω­τε­ρό­τη­τας α­πέ­να­ντι στον ελ­λη­νι­κό πο­λι­τι­σμό.
Ε­νώ, ό­μως, η α­ντι­πα­λό­τη­τα των Φρά­γκων βα­σι­λέ­ων και Πα­πών στρε­φό­ταν πο­λι­τι­κά και εκ­κλη­σια­στι­κά κα­τά τής Α­να­το­λι­κής Εκ­κλη­σί­ας και τού ελ­λη­νι­κού έ­θνους, η δυ­τι­κή φι­λο­σο­φι­κο-θε­ο­λο­γι­κή σκέ­ψη τρε­φό­ταν α­πό τη βυ­ζα­ντι­νή μέ­χρι και τον 13ο μ.Χ. αι., α­να­πτύσ­σο­ντας έ­ναν συ­γκε­ρα­σμό ι­δί­ως με την α­ρι­στο­τε­λι­κή Φι­λο­σο­φί­α α­πό τους Σχο­λα­στι­κούς (βλ. λα­τι­νι­κό Α­ρι­στο­τε­λι­σμό), που α­χνά εί­χε ξε­κι­νή­σει ή­δη α­πό τον 4ο μ.Χ. αι. Έ­τσι, η ευ­ρω­πα­ϊ­κή αρ­χαιο­μα­νί­α των τε­λευ­ταί­ων δε­κα­ε­τιών τού 18ου και του πρώ­του μι­σού τού 19ου αι., που γέν­νη­σε το ρεύ­μα τού βαυα­ρι­κού νε­ο­κλα­σι­κι­σμού, προ­σφι­λούς στον Κορα­ή, δεν α­νε­φύ­η στη νε­ό­τε­ρη Ελ­λά­δα μέ­σα α­πό μί­α α­γιο­πνευ­μα­τι­κή διά­κρι­ση, τον Πα­τε­ρι­κό ε­κλε­κτι­σμό και την εκ­κλη­σια­στι­κή α­φο­μοί­ω­ση του αρ­χαιο­ελ­λη­νι­κού μέ­τρου, αλ­λ’ α­πό τη «φρα­γκο­ποί­η­ση» του Α­ρι­στο­τέ­λη, δηλ. α­πό έ­ναν προμηθεϊκό Α­ρι­στο­τε­λι­σμό και συγκρητιστικό Ελ­λη­νι­σμό, για­τί, βέ­βαια, ο αυθε­ντικός αρ­χαιο­ελ­λη­νι­κός κλα­σι­κός πο­λι­τι­σμός, μο­λο­νό­τι φυ­σιο­κρα­τι­κός, αν­θρω­πο­κε­ντρι­κός και λογοκρατικός, διέ­θε­τε σπερ­μα­τι­κά ψήγ­μα­τα οντολογικής α­λη­θεί­ας. Οι Α­να­το­λι­κοί Πα­τέ­ρες τής Εκ­κλη­σί­ας, σε πεί­σμα των ι­σχυ­ρι­σμών τού A. Harnack και των θια­σω­τών του, α­γω­νί­στη­καν, δια­σώ­ζο­ντας το μέ­τρο και την ι­σορ­ρο­πί­α, να α­πο­τρέ­ψουν, απ’ τη μια, τον εξιουδαϊσμό ή, α­ντί­θε­τα, την α­πο-ε­βραιο­ποί­η­ση, και, απ’ την άλ­λη, τον ε­ξελ­λη­νι­σμό ή, α­ντί­θε­τα, τον α­φελ­λη­νι­σμό τής Θεί­ας Α­πο­κά­λυ­ψης.
Ό­λα αυ­τά μάς ο­δη­γούν α­βί­α­στα στο συ­μπέ­ρα­σμα για την ύ­παρ­ξη δυο μορ­φών Ελ­λη­νι­σμού (τού «ζῆν» και του «εὖ ζῆν», ή αλλιώς τού «γράμ­μα­τος» και τού «πνεύ­μα­τος», ή τής culture και του civilization). Α­ντί­στοι­χα, αρ­κε­τοί με­λε­τη­τές δέ­χο­νται την ύ­παρ­ξη δυο ει­δών Ορ­θού Λό­γου στον Αρ­χαιο­ελ­λη­νι­σμό, ό­πως, mutatis mutandis, το διο­νυ­σια­κό ή ρο­μα­ντι­κό πνεύ­μα, απ’ τη μί­α, και το α­πολ­λώ­νιο ή κλα­σι­κό, απ’ την άλ­λη. Τού­το συ­νε­πά­γε­ται και την α­πο­δο­χή δύ­ο μορ­φών Δια­φω­τι­σμού: ε­νός θε­ϊ­στι­κού, λο­γι­κού και πνευματικού, και ε­νός ά­θε­ου, δεϊστικού ή παν­θε­ϊ­στι­κού, ορ­θο­λο­γι­στι­κού και υλιστικού, που α­πό το Φιλοκαλικό Κί­νη­μα του Α­γί­ου Ό­ρους, των Κυ­κλά­δων και Σπο­ρά­δων, και α­πό τον Υ­παρ­ξι­σμό τών Kierkegaard και Marcel, τον Μη­δε­νι­σμό τού Nietzsche, την Ψυ­χα­νά­λυ­ση, τον Σου­ρε­α­λι­σμό και τον Με­τα­μο­ντερ­νι­σμό, έ­γει­ρε δι­καιο­λο­γη­μέ­να, ή­δη α­πό το δεύ­τε­ρο μι­σό τού 18ου αι., έ­ναν α­ντι-Δια­φω­τι­σμό, με βα­σι­κά ό­πλα τον α­ντι­κομ­φορ­μι­σμό, τον ι­στο­ρι­σμό, τον ρε­α­λι­σμό, τον ε­θνι­κό κοι­νο­τι­σμό και τον ε­πι­στη­μο­λο­γι­κό σχε­τι­κι­σμό.
Η Ευ­ρώ­πη, λοι­πόν, ως υ­ιός τού Αι­νεί­α, δεν σή­κω­σε στην πλά­τη της τον «ελ­λη­νι­κό Ελ­λη­νι­σμό» (F. Peters), δηλ. δεν πολιτεύ­τη­κε με έ­ναν πα­τέ­ρα/ή­ρω­α της ελ­λη­νι­κής Τρα­γω­δί­ας, τον ο ο­ποί­ο δια­κο­νι­κά εν­σάρ­κω­νε, ως τύ­πος και «ει­κό­να» τού σαρ­κω­μέ­νου Θ. Λό­γου, ο πρώ­τος βυ­ζα­ντι­νός αυ­το­κρά­το­ρας (Μ. Κων­στα­ντί­νος) και, στη συ­νέ­χεια, ο Πα­τριάρ­χης τού Γέ­νους, που, βέ­βαια, το υ­πούρ­γη­μά του δεν θα πρέ­πει να συγ­χέ­ε­ται με τον ο­ποιον­δή­πο­τε α­να­το­λι­κού τύ­που δε­σπο­τι­σμό. Η δυ­τική Εκκλησί­α, ε­πι­λέ­γοντας ως φα­ντα­σια­κό της «πά­τρω­να» τον Καρ­τέ­σιο, απώ­θη­σε την αρχέγονη λα­τρεί­α τής Με­γά­λης Μη­τέ­ρας και υπο­τί­μη­σε, με το Filioque, το πρό­σω­πο της Ruah, υ­ιο­θε­τώ­ντας τον «νό­μο τού πα­τέ­ρα», που, σε συν­δυα­σμό με την υπο­χρε­ω­τι­κή α­γα­μί­α τού Κλή­ρου, ο­δήγησε στον Ιπ­πο­τι­σμό, τη Φε­ου­δαρχί­α και την Παποκρατία.
Α­ντί­θε­τα, ο Ελ­λη­νο­χρι­στια­νι­σμός, ως θεανθρώπινα συνεργιστικός και οι­κου­με­νι­κός πολι­τι­σμός, δί­νει έμ­φα­ση στην τό­νω­ση των αι­σθη­μά­των κοι­νω­νι­κό­τη­τας, φι­λο­πα­τρί­ας, φι­λε­λευ­θε­ρί­ας και στον α­γώ­να δια­τή­ρη­σης της αρ­μο­νι­κής ι­σορ­ρο­πί­ας και του μέ­τρου με­τα­ξύ: κτι­στού και ακτίστου, ή ά­βα­του και βα­τού, φυ­σι­κού και υ­περ­φυ­σι­κού, φι­λαν­θρω­πί­ας και φι­λο­θε­ΐ­ας, θνη­τού και α­θά­να­του, μη­δε­νός και «εί­ναι», αν­θρώ­που και Θε­ού, ενδοκοσμικού και υ­περ­βα­τι­κού, αι­σθη­τού και πνευ­μα­τι­κού, πε­πε­ρα­σμέ­νου και α­πεί­ρου, χρό­νου και αιω­νιό­τη­τας, το­πι­κού και οι­κου­με­νι­κού, α­να­κά­λυ­ψης και α­πο­κά­λυ­ψης, γνώ­σης και πί­στης, φι­λο­σο­φί­ας και Θε­ο­λο­γί­ας, Φύ­σης και Ι­στο­ρί­ας, προ­σώ­που και κοι­νό­τη­τας, ε­λευ­θε­ρί­ας και Θ. Χά­ρι­τος, αυ­το­πε­ποί­θη­σης και αυτοκένωσης, δι­καιο­σύ­νης και α­γά­πης, κο­σμι­κού και ιε­ρού, ή­ρω­α και μάρ­τυ­ρα, λο­γι­κής και συ­ναι­σθή­μα­τος κ.ά.
Έ­χο­ντας, συ­νε­πώς, μέ­σα της η Ρωμηοσύνη α­να-χω­νέ­ψει στοι­χεί­α τού Ιου­δαιο­χρι­στια­νι­σμού και του Ελ­λη­νο­χρι­στια­νι­σμού, πο­ρεύ­ε­ται στην Ιστο­ρί­α με έ­να προ­φη­τι­κό και ε­σχα­το­λο­γι­κό ό­ρα­μα, αλ­λά και με μί­α θεοπρεπή α­να­γω­γι­κό­τη­τα και μυ­στη­ρια­κή συμβολικότητα. Ο «λα­ός τού Θε­ού», η μη­τέ­ρα Εκ­κλη­σί­α, δεν ταυ­τί­ζε­ται μεν με τη Βα­σι­λεί­α τού Θε­ού, ό­πως πί­στευαν ο Αυ­γου­στί­νος και ο Δά­ντης (1265-1321), αλ­λ’ α­πο­τε­λεί τον ε­πί τής γής αρ­ρα­βώ­να, την α­παρ­χή και την πρό­γευ­σή της. Α­να­κε­φα­λαιώνο­ντας τα ι­διαί­τε­ρα θρη­σκειο­ψυ­χο­λο­γι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά τού ρω­μαί­ι­κου πο­λι­τι­σμού, υ­πο­γραμ­μίζου­με:
τον ο­λι­κό τρό­πο ή «τρί­βο» (ε­βρ. Ια­σούβ) ε­νός «θε­ο­φι­λοῦς βί­ου» και αγιοπνευματικής ζω­ής (Χριστοζωής).
τη δια­κρι­τι­κή σύν­θε­ση και το «μέ­τρον» πά­ντων προσωπι­κώς και συλ­λο­γι­κώς.
τη δοξολογική και ευ­χα­ρι­στια­κή στά­ση ζω­ής. Έ­τσι, δι­καιο­λο­γεί­ται ο Αποφατισμός και η ανοιχτότητα τό­σο στην ε­πι­στη­μο­νι­κή έ­ρευ­να, ό­σο και στον διά­λο­γο με κά­θε φι­λο­σο­φί­α, ι­δε­ο­λο­γί­α ή θρη­σκεί­α, κα­θώς ε­πί­σης και ο Α­για­σμός των τε­χνι­κών έρ­γων αλ­λά και η ύ­παρ­ξη λα­ϊ­κών θε­ο­λό­γων.
τη θεανθρωπιστική θε­ο­σέ­βεια έ­να­ντι τού Αν­θρω­πο­κε­ντρι­σμού τού Αρ­χαιο­ελ­λη­νι­σμού και τού Θεοκεντρισμού τού Ιου­δα­ϊ­σμού.
το πρω­το­χρι­στια­νι­κό και βυ­ζα­ντι­νό πνεύ­μα τού Προφητισμού, που δια­σώ­ζε­ται στον ορ­θό­δο­ξο α­να­το­λι­κό Μο­να­χι­σμό και Α­να­χω­ρη­τι­σμό ως δυ­να­μι­κή έκ­φρα­ση της ορ­θό­δο­ξης τρια­δι­κής πνευ­μα­τι­κό­τη­τας, ε­σχα­το­λο­γί­ας και ασκητικότητας.
τη φι­λοξε­νί­α, την έν­δεια, το με­ρά­κι και τις α­ΐ­διες Αρ­χές τής ε­λευ­θε­ρί­ας, τής ι­σό­τη­τας, της κοι­νο­κτη­μο­σύ­νης, της κοι­νω­νι­κής δι­καιο­σύ­νης και της α­ξί­ας τού αν­θρώ­που.
τον πα­ρα­δο­σια­κό και α­πο­στο­λι­κό, σαρκούμενο και προσληπτικό, μυ­στα­γω­γι­κό και α­να­στά­σι­μο, δι­δα­κτι­κό και με­τα­μορ­φω­τι­κό, δια­κο­νι­κό και θε­ρα­πευ­τι­κό χα­ρα­κτή­ρα τής Θεί­ας Λα­τρεί­ας.
τη λει­τουρ­γι­κή ε­σχα­το­λο­γί­α ως ζώ­σα και δυ­να­μι­κή ο­δό, που χρο­νι­κά συν­δυά­ζει ελ­λη­νι­κό και ε­βρα­ϊ­κό τρό­πο τού «σκέ­πτε­σθαι», έ­να­ντι εί­τε τής «πραγ­μα­το­ποι­η­θεί­σας», εί­τε τής φου­του­ρι­στι­κής ε­σχα­το­λο­γί­ας.
την «υ­ψο­ποιό» α­να­γω­γι­κό­τη­τα και συμβολικότητα της ρω­μαί­ι­κης να­ο­δο­μί­ας, τής φω­νη­τι­κής (αρ­χαιο­ελ­λη­νι­κής) μου­σι­κής, αλ­λά και της ορ­θό­δο­ξης ει­κο­νο­γρα­φί­ας, ό­που τα πα­γα­νι­στι­κά σύμ­βο­λα χά­νουν την αρ­χι­κή τους ση­μα­σί­α και γί­νο­νται α­πο­δε­κτά ως α­πλά δια­κο­σμη­τι­κά στοι­χεί­α. Ο ελ­λα­δι­κός μά­λι­στα εκ­χρι­στια­νι­σμός τής Τέ­χνης φθά­νει μέ­χρι τού ση­μεί­ου μυ­θι­κοί ή­ρω­ες, η­μί­θε­οι και ο­μη­ρι­κοί θε­οί να α­πει­κο­νί­ζο­νται βυ­ζα­ντι­νά, κά­τι που, τη­ρου­μέ­νων των α­να­λο­γιών, βλέ­που­με να κά­νουν εί­τε οι Ρω­μαί­οι ταυ­τί­ζο­ντας τους ε­φέ­στιους θε­ούς τους με τους Διό­σκου­ρους, εί­τε οι Ε­βραί­οι καλ­λι­τέ­χνες τού 14ου μ.Χ. αι., ζω­γρα­φί­ζο­ντας προ­χρι­στια­νι­κές προ­σω­πι­κό­τη­τες ως με­σαιω­νι­κούς ιπ­πό­τες.
Α­ντί­θε­τα, ο σύγ­χρο­νος δυ­τι­κο­ευ­ρω­πα­ϊ­κός ή, ορ­θό­τε­ρα, α­με­ρι­κα­νι­κός πο­λι­τι­σμός, που α­πο­πει­ρά­ται τη «δυτικοποίηση» όλου τού κό­σμου, εί­ναι έ­νας πο­λι­τι­σμός συσ­σώ­ρευ­σης, ο ο­ποί­ος δια­χέ­ε­ται α­πό τα ΜΜΕ. Έ­νας τέ­τοιος εργαλειακός, τεχνοκεντρικός και χρη­σι­μο­θη­ρι­κός «πο­λι­τι­σμός τής μά­ζας», δεν α­νέ­χε­ται ού­τε την Ι­στο­ρί­α και τις Πα­ρα­δό­σεις, ού­τε τις δια­χρο­νι­κές αν­θρω­πι­στι­κές, η­θι­κές και πνευ­μα­τι­κές α­ξί­ες, ού­τε τούς ε­πι­μέ­ρους πο­λι­τι­σμούς των ε­θνο­τή­των ή των κοι­νω­νι­κών μειο­νο­τή­των, α­φού λει­τουρ­γεί ο­μο­γε­νο­ποι­η­τι­κά, κομ­φορ­μι­στι­κά, μη­χα­νι­κά και ι­σο­πε­δω­τι­κά. Κα­τά τον Renan, ο Σχο­λα­στι­κι­σμός και ο Προ­τε­στα­ντι­σμός, και μά­λι­στα ο γερ­μα­νι­κός, ό­πως άλ­λω­στε η Φραγκοσύνη και ο Καλ­βι­νι­σμός, ως σκο­πό τους, κα­τά βά­ση, θέ­τουν ―σύμ­φω­να με το πλα­τω­νι­κό, θουκυδίδειο, ο­λυ­μπια­κό και ρω­μα­ϊ­κό ι­δε­ώ­δες τής (νι­τσε­ϊ­κής) δύ­να­μης και κυ­ριαρ­χί­ας, δηλ. την α­πο­θέ­ω­ση του Υ­πε­ράν­θρω­που― την οι­κο­νο­μι­κή ά­νε­ση, την ευ­μά­ρεια, την ευ­η­με­ρί­α, την πο­λυ­τέ­λεια, τη σπα­τά­λη, την ε­πί­δει­ξη, την ε­πι­τυ­χί­α και γε­νι­κά τη μι­κρο­α­στι­κή ευ­τυ­χί­α που δια­κή­ρυτ­τε ο Άγ­γλος φι­λό­σο­φος John Lock, ε­νώ ως μέ­σα χρη­σι­μο­ποιούν την ε­ξα­πά­τη­ση του Ια­κώβ ή, κα­τά τον Ό­μη­ρο, τον «ι­σό­θε­ον» Ο­δυσ­σέ­α, δηλ. την, κα­τά Hegel, Τε­χνο­λο­γί­α και την «πα­νουρ­γί­α τού Ορ­θού Λό­γου».
Η ό­λη αυ­τή ως ά­νω συ­γκρι­τι­κή α­νά­λυ­ση δεν εί­χε το νό­η­μα της υ­πο­τί­μη­σης του δυ­τι­κού πο­λι­τι­σμού και της υ­πε­ρε­κτί­μη­σης του ρω­μαί­ι­κου. Άλ­λω­στε, δε­κά­δες τέ­τοιες προ­βλέ­ψεις και α­φο­ρι­σμοί έ­χουν δει, τό­σο στην Ελ­λά­δα, ό­σο και στο Ε­ξω­τε­ρι­κό, το φως τής δη­μο­σιό­τη­τας ―κα­λώς ή κα­κώς, ει­λι­κρι­νά ή δο­λε­ρά― αρ­χής γε­νο­μέ­νης α­πό το 1919 με το κλα­σι­κό πλέ­ον έρ­γο «Η πα­ρακ­μή τής Δύ­σης» τού Γερ­μα­νού ι­στο­ρι­κού και φι­λό­σο­φου Oswald Spengler. Και οι δυο αυ­τοί με­γά­λοι και ι­στο­ρι­κοί πο­λι­τι­σμοί ως αν­θρώ­πι­νοι βα­ρύ­νο­νται με «στίγ­μα­τα» πολ­λών πται­σμά­των. Αυ­τό που σή­με­ρα εν­δια­φέ­ρει, εί­ναι η αυ­το­κρι­τι­κή ε­πι­σή­μαν­σή τους, η δια­κρι­τι­κή πε­ρι­χώ­ρη­σή τους και η πο­λυ­πο­λι­τι­σμι­κή συ­νύ­παρ­ξή τους για έ­να ποιο­τι­κά και οι­κου­με­νι­κά αν­θρώ­πι­νο βιώ­σι­μο μέλ­λον.

Δεν υπάρχουν σχόλια: