Η πολύ ενδιαφέρουσα αυτή εισήγηση του
Σπύρου Τσιτσίγκου, δόθηκε στις 30/5/2010 στο 2ο Διεθνὲς Συνέδριο μὲ θέμα "
Ἅγιοι Τόποι καὶ Ρωμηοσύνη" και δημοσιεύεται στο "
Αντίφωνο", απ' όπου και την αναδημοσιεύουμε. Αν επισκευτείτε τη σελίδα του "Αντίφωνου" θα παρακολουθήσετε
βίντεο με την ομιλία και πολύ ενδιαφέροντα σχόλια αναγνωστών.
"Στη σύντομη εισήγηση αυτή, θα επιχειρήσω ―υπό το πρίσμα τής Ψυχολογίας τού Πολιτισμού― μία φαινομενολογική σύγκριση των δύο δομικών για την ανθρωπότητα πολιτισμών ιουδαιοχριστιανικού και ελληνοχριστιανικού, από τους οποίους προέκυψε ο ρωμαίικος. Με τη σύγκριση αυτή ευελπιστώ να φανεί όχι η υπεροχή τού ενός έναντι του άλλου, αλλ’ οι προσμίξεις και τα σημεία σύγκλισης ή απόκλισης μεταξύ τους, τηρουμένων πάντοτε των ιστορικο-κοινωνικών αναλογιών.
Ωστόσο, ούτε αγνοώ ορισμένες αντίθετες απόψεις που βασίζονται στην περί ασυνέχειας του Ελληνισμού θεωρία των Φαλμεράυερ, Μάνγκο και Χομπσμπάουμ, ούτε με τους όρους Ελληνορθοδοξία και υπαινίσσομαι κάποια λαϊκή και φολκλορική ελληνο-θρησκευτικότητα ή έναν πολιτισμικό εθνοφυλετισμό ενός «θεοφόρου» λαού. Πάντως, η μετανεωτερικότητα δεν αποκλείει ―θεωρητικά και πρακτικά― καμία κουλτούρα. Εξάλλου, όχι ο Ιουδαιοχριστιανισμός, αλλά κάποιες αιρέσεις καταδικάζουν συλλήβδην «κόσμο» και πολιτισμό.
Ο Ελληνισμός υφίσταται στον Χριστιανισμό από τη γένεσή του, αφού ο Ιουδαϊσμός με τον οποίο συνδέθηκε ο Χριστιανισμός, ήταν ήδη ένας εξελληνισμένος Ιουδαϊσμός. Συνοψίζοντας τα ψυχολογικά χαρακτηριστικά τού αρχαιοελληνικού πολιτισμού, αν και από πόλη σε πόλη κάποια ήθη διέφεραν αισθητά, θα επισημαίναμε την κριτική προσληπτικότητα, την αιώνια εφηβεία, τον σεβασμό στη δυναμική τής Παράδοσης, τη λιτότητα ή απλότητα αλλά και την εκθήλυνση και τρυφή, τη φιλοξενία, τη φιλοπατρία, την επινοητικότητα και πανουργία, το παρακινδύνευμα, την ελευθεροφροσύνη, την εναλλαγή μεταξύ πολυθεΐας και μονοθεΐας, ή μεταξύ μύθου και λόγου, την πολιτικότητα, τη φιλοσοφική και θεωρητική αναζήτηση και αδολεσχία, τον νατουραλισμό, τη φιλοκαλία και το ηθικό και αισθητικό μέτρο.
Από την άλλη μεριά, εστιάζοντας διαχρονικά στην ψυχολογία τού ιουδαϊκού πολιτισμού γενικά, παρατηρούμε ότι ο Ιουδαϊσμός:
α) έχει εξυφάνει μια ιδιαίτερη (συλλογική και προσωπική) σχέση με το Θείο και ιδιαίτερα με το ιδίωμα της Θείας πατρότητας,
β) διακατέχεται από ένα φοβικό και ενοχικό συναίσθημα, και γενικά από ένα «σύνδρομο επιβίωσης» και θυματοποίησης, το οποίο εκδηλώνεται ή/και αναπληρώνεται είτε μέσω πολυμήχανων στρατηγημάτων, είτε μέσω ποικίλων εμπορικο-οικονομικών δραστηριοτήτων,
γ) εμφανίζει πολωτικές ψυχο-κοινωνιολογικά τάσεις μεταξύ των «εντός» (Ιουδαίων) και των «εκτός» (μη Ιουδαίων), που, με βάση την ανθρωπογεωγραφία και την εθνική τους ιστορία, συντελούν στη συνεχή και βαθύτερη αναζήτηση αλλά και προβληματισμό για την ταυτότητά του,
δ) οι γυναίκες σύζυγοι και μητέρες, πέραν του ότι γενικά επιδεικνύουν μία αυστηρή και άτεγκτη συμπεριφορά, επιδρούν καταλυτικά στην ψυχική ζωή των παιδιών και των συζύγων τους, κάτι που υποδηλώνει τη νοσταλγία τού Ιουδαίου να επιστρέψει στη «μήτρα» (Εδέμ/«Γή Χαναάν»),
ε) ενδιαφέρεται κατεξοχήν για την ηθική, ψυχική και πνευματική κάθαρση, ειρήνευση και ωρίμανση του ατόμου,
στ) διαπνέεται από μία ισχυρότατη νομικίστικη αντίληψη, και
ζ) εμφορείται από μία ευλαβική προσήλωση στον κοινωνικό φορμαλισμό και το λατρευτικό τελετουργικό.
Οι σχέσεις Ελλήνων και Εβραίων αρχαιολογικά και ιστορικά ανάγονται στον 10ο π.Χ. αι., αλλ’ από τον 2ο έως τον 4ο μ.Χ. αι. οι σχέσεις αυτές ενδυναμώθηκαν. Στοιχεία των μεν που υπήρχαν σπερματικά στους δε, αφομοιώθηκαν ή μεταστοιχειώθηκαν μέσω πολιτιστικών παραλλαγών, δηλ. συμβολικών αλληλεπιδράσεων. Άλλα, έμειναν αναφομοίωτα και αποτέλεσαν αφορμές παρεξηγήσεων έως και βιαιοτήτων ή και σφοδρών εξεγέρσεων. Με την κατάκτηση της Παλαιστίνης από τον Μ. Αλέξανδρο και, στη συνέχεια, κατά τούς ελληνιστικούς χρόνους, αναπτύχθηκε ―ιδίως από τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα― ένας μισελληνισμός, ενώ υπήρξαν σφοδρές συγκρούσεις μεταξύ Αθήνας και Ιερουσαλήμ. Παρ’ όλα αυτά, ο Ελληνισμός επέδρασε στον Ιουδαϊσμό σε όλες σχεδόν τις εκφάνσεις τού πολιτισμού, όπως άλλωστε και ο Ιουδαϊσμός στον Χριστιανισμό.
Ο λεγόμενος Ιουδαιοχριστιανισμός είναι ένας πολιτισμός θεοκεντρικός, πνευματικός, επινοητικός και εργατικός, με έμφαση στο ανθρώπινο πρόσωπο αλλά και στην κοινότητα. Σύμφωνα με τον Lacan, μόνο μέσω τής πολιτισμικής συμβολικής τάξης (δηλ. τής γλώσσας τού πατέρα) ο άνθρωπος δομεί ένα Εγώ. Τα ψυχολογικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά τού ιουδαιο-χριστιανικού πολιτισμού είναι:
η πιστή τήρηση και εφαρμογή τού Θείου Νόμου,
η ερμηνεία και ο σχολιασμός τής Αγίας Γραφής από τούς Πατέρες,
ο πολιτιστικός συντηρητισμός,
η στροφή προς τις πηγές, το παρελθόν και την Παράδοση,
ο Θείος φόβος και η ευλάβεια,
η ευλογία τής εργασίας, τού μόχθου και του αγώνα,
η αξία τής οικογένειας,
η ενθάρρυνση της Παιδείας, τής κοινωνικότητας και της φιλοπατρίας,
η ηθική σε θέματα διαφυλικών σχέσεων και κοινωνικής δικαιοσύνης προσωπικά και συλλογικά, και
η αισθητική και καλλιτεχνική ανύψωση του Θείου μέσω τής Θ. Λατρείας.
Κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, όπου η αμιγής αρχαιοελληνική Φιλοσοφία είχε καταντήσει θεουργία, επήλθε, μέσω τής, κατά τον Πλάτωνα, τον Ισοκράτη και τη στωική κοσμόπολη, οικουμενικότητας της ελληνικής Παιδείας, που πολιτικο-στρατιωτικά δημιούργησε ο Μ. Αλέξανδρος (ίσως ως αντίπραξη στην περσική αυτοκρατορία τού Κύρου) και, στη συνέχεια, καλλιέργησαν οι τρεις πολυεθνικές αυτοκρατορίες Ρωμαίων, Βυζαντινών και Οθωμανών, ένας εκχριστιανισμός, δηλ. μια πνευματική μεταμόρφωση, τής ελληνικής Φιλοσοφίας, όπως και μία μεγαλύτερη μορφολογική πρόσληψη νεοπλατωνικών και νεοπυθαγορικών στοιχείων από τη χριστιανική Θεολογία. Έτσι, ο Λυκούργος, ο Σωκράτης, ο Πλάτων, ο Αριστείδης, ο Θεμιστοκλής, ο Λεωνίδας, ο Θρασύβουλος, ο Δημοσθένης και όλοι οι μεγάλοι Πατέρες τής Εκκλησίας χαρακτηρίζονται από τον Μακρυγιάννη γονιοί όλης τής ανθρωπότητας.
Αλλ’, ενώ με τον εκχριστιανισμό τών Ελλήνων και τών Ρωμαίων υπήρξε αλληλο-αποδοχή και οι δυο λαοί πλησίασαν ακόμα περισσότερο ο ένας τον άλλο, δεν κατέστη δυνατόν να ενοποιηθούν, αφομοιωθούν ή συγχωνευθούν, λόγω τής δυναμικής παρουσίας και των δύο. Η «δυαδική μοναρχία» τής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας παρέμεινε μια διπλή και δίγλωσση αυτοκρατορία μέχρι το τέλος της. Η υποδούλωση των Ελλήνων από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία επέδρασε στην υιοθέτηση του Χριστιανισμού από τους Έλληνες και την από την αρχή ελληνικότητα της Εκκλησίας. Για να κατανοηθεί, όμως, καλύτερα η ψυχολογία τού ρωμαϊκού πολιτισμού, είναι ανάγκη να ληφθούν υπόψη:
α) η τραχεία και ακαλλιέργητη καταγωγή των προ-ρωμαϊκών φυλών, που στερούνταν όχι μόνο δημοκρατικής συνείδησης, αλλά και φαντασίας, καλαισθησίας και του ερευνητικού γενικά πνεύματος,
β) ο αρχετυπικός μύθος επιβίωσης των γεναρχών τους Ρωμύλου και Ρώμου με το γάλα μιας λύκαινας, που σημαίνει την απληστία των Ρωμαίων και τις αρπακτικές διαθέσεις τους,
γ) το ξαφνικό αίσθημα υπεροχής, που τούς προσέδωσαν οι κατακτήσεις τους, και
δ) το σύνδρομο πνευματικής τους κατωτερότητας απέναντι στον ελληνικό πολιτισμό.
Ενώ, όμως, η αντιπαλότητα των Φράγκων βασιλέων και Παπών στρεφόταν πολιτικά και εκκλησιαστικά κατά τής Ανατολικής Εκκλησίας και τού ελληνικού έθνους, η δυτική φιλοσοφικο-θεολογική σκέψη τρεφόταν από τη βυζαντινή μέχρι και τον 13ο μ.Χ. αι., αναπτύσσοντας έναν συγκερασμό ιδίως με την αριστοτελική Φιλοσοφία από τους Σχολαστικούς (βλ. λατινικό Αριστοτελισμό), που αχνά είχε ξεκινήσει ήδη από τον 4ο μ.Χ. αι. Έτσι, η ευρωπαϊκή αρχαιομανία των τελευταίων δεκαετιών τού 18ου και του πρώτου μισού τού 19ου αι., που γέννησε το ρεύμα τού βαυαρικού νεοκλασικισμού, προσφιλούς στον Κοραή, δεν ανεφύη στη νεότερη Ελλάδα μέσα από μία αγιοπνευματική διάκριση, τον Πατερικό εκλεκτισμό και την εκκλησιαστική αφομοίωση του αρχαιοελληνικού μέτρου, αλλ’ από τη «φραγκοποίηση» του Αριστοτέλη, δηλ. από έναν προμηθεϊκό Αριστοτελισμό και συγκρητιστικό Ελληνισμό, γιατί, βέβαια, ο αυθεντικός αρχαιοελληνικός κλασικός πολιτισμός, μολονότι φυσιοκρατικός, ανθρωποκεντρικός και λογοκρατικός, διέθετε σπερματικά ψήγματα οντολογικής αληθείας. Οι Ανατολικοί Πατέρες τής Εκκλησίας, σε πείσμα των ισχυρισμών τού A. Harnack και των θιασωτών του, αγωνίστηκαν, διασώζοντας το μέτρο και την ισορροπία, να αποτρέψουν, απ’ τη μια, τον εξιουδαϊσμό ή, αντίθετα, την απο-εβραιοποίηση, και, απ’ την άλλη, τον εξελληνισμό ή, αντίθετα, τον αφελληνισμό τής Θείας Αποκάλυψης.
Όλα αυτά μάς οδηγούν αβίαστα στο συμπέρασμα για την ύπαρξη δυο μορφών Ελληνισμού (τού «ζῆν» και του «εὖ ζῆν», ή αλλιώς τού «γράμματος» και τού «πνεύματος», ή τής culture και του civilization). Αντίστοιχα, αρκετοί μελετητές δέχονται την ύπαρξη δυο ειδών Ορθού Λόγου στον Αρχαιοελληνισμό, όπως, mutatis mutandis, το διονυσιακό ή ρομαντικό πνεύμα, απ’ τη μία, και το απολλώνιο ή κλασικό, απ’ την άλλη. Τούτο συνεπάγεται και την αποδοχή δύο μορφών Διαφωτισμού: ενός θεϊστικού, λογικού και πνευματικού, και ενός άθεου, δεϊστικού ή πανθεϊστικού, ορθολογιστικού και υλιστικού, που από το Φιλοκαλικό Κίνημα του Αγίου Όρους, των Κυκλάδων και Σποράδων, και από τον Υπαρξισμό τών Kierkegaard και Marcel, τον Μηδενισμό τού Nietzsche, την Ψυχανάλυση, τον Σουρεαλισμό και τον Μεταμοντερνισμό, έγειρε δικαιολογημένα, ήδη από το δεύτερο μισό τού 18ου αι., έναν αντι-Διαφωτισμό, με βασικά όπλα τον αντικομφορμισμό, τον ιστορισμό, τον ρεαλισμό, τον εθνικό κοινοτισμό και τον επιστημολογικό σχετικισμό.
Η Ευρώπη, λοιπόν, ως υιός τού Αινεία, δεν σήκωσε στην πλάτη της τον «ελληνικό Ελληνισμό» (F. Peters), δηλ. δεν πολιτεύτηκε με έναν πατέρα/ήρωα της ελληνικής Τραγωδίας, τον ο οποίο διακονικά ενσάρκωνε, ως τύπος και «εικόνα» τού σαρκωμένου Θ. Λόγου, ο πρώτος βυζαντινός αυτοκράτορας (Μ. Κωνσταντίνος) και, στη συνέχεια, ο Πατριάρχης τού Γένους, που, βέβαια, το υπούργημά του δεν θα πρέπει να συγχέεται με τον οποιονδήποτε ανατολικού τύπου δεσποτισμό. Η δυτική Εκκλησία, επιλέγοντας ως φαντασιακό της «πάτρωνα» τον Καρτέσιο, απώθησε την αρχέγονη λατρεία τής Μεγάλης Μητέρας και υποτίμησε, με το Filioque, το πρόσωπο της Ruah, υιοθετώντας τον «νόμο τού πατέρα», που, σε συνδυασμό με την υποχρεωτική αγαμία τού Κλήρου, οδήγησε στον Ιπποτισμό, τη Φεουδαρχία και την Παποκρατία.
Αντίθετα, ο Ελληνοχριστιανισμός, ως θεανθρώπινα συνεργιστικός και οικουμενικός πολιτισμός, δίνει έμφαση στην τόνωση των αισθημάτων κοινωνικότητας, φιλοπατρίας, φιλελευθερίας και στον αγώνα διατήρησης της αρμονικής ισορροπίας και του μέτρου μεταξύ: κτιστού και ακτίστου, ή άβατου και βατού, φυσικού και υπερφυσικού, φιλανθρωπίας και φιλοθεΐας, θνητού και αθάνατου, μηδενός και «είναι», ανθρώπου και Θεού, ενδοκοσμικού και υπερβατικού, αισθητού και πνευματικού, πεπερασμένου και απείρου, χρόνου και αιωνιότητας, τοπικού και οικουμενικού, ανακάλυψης και αποκάλυψης, γνώσης και πίστης, φιλοσοφίας και Θεολογίας, Φύσης και Ιστορίας, προσώπου και κοινότητας, ελευθερίας και Θ. Χάριτος, αυτοπεποίθησης και αυτοκένωσης, δικαιοσύνης και αγάπης, κοσμικού και ιερού, ήρωα και μάρτυρα, λογικής και συναισθήματος κ.ά.
Έχοντας, συνεπώς, μέσα της η Ρωμηοσύνη ανα-χωνέψει στοιχεία τού Ιουδαιοχριστιανισμού και του Ελληνοχριστιανισμού, πορεύεται στην Ιστορία με ένα προφητικό και εσχατολογικό όραμα, αλλά και με μία θεοπρεπή αναγωγικότητα και μυστηριακή συμβολικότητα. Ο «λαός τού Θεού», η μητέρα Εκκλησία, δεν ταυτίζεται μεν με τη Βασιλεία τού Θεού, όπως πίστευαν ο Αυγουστίνος και ο Δάντης (1265-1321), αλλ’ αποτελεί τον επί τής γής αρραβώνα, την απαρχή και την πρόγευσή της. Ανακεφαλαιώνοντας τα ιδιαίτερα θρησκειοψυχολογικά χαρακτηριστικά τού ρωμαίικου πολιτισμού, υπογραμμίζουμε:
τον ολικό τρόπο ή «τρίβο» (εβρ. Ιασούβ) ενός «θεοφιλοῦς βίου» και αγιοπνευματικής ζωής (Χριστοζωής).
τη διακριτική σύνθεση και το «μέτρον» πάντων προσωπικώς και συλλογικώς.
τη δοξολογική και ευχαριστιακή στάση ζωής. Έτσι, δικαιολογείται ο Αποφατισμός και η ανοιχτότητα τόσο στην επιστημονική έρευνα, όσο και στον διάλογο με κάθε φιλοσοφία, ιδεολογία ή θρησκεία, καθώς επίσης και ο Αγιασμός των τεχνικών έργων αλλά και η ύπαρξη λαϊκών θεολόγων.
τη θεανθρωπιστική θεοσέβεια έναντι τού Ανθρωποκεντρισμού τού Αρχαιοελληνισμού και τού Θεοκεντρισμού τού Ιουδαϊσμού.
το πρωτοχριστιανικό και βυζαντινό πνεύμα τού Προφητισμού, που διασώζεται στον ορθόδοξο ανατολικό Μοναχισμό και Αναχωρητισμό ως δυναμική έκφραση της ορθόδοξης τριαδικής πνευματικότητας, εσχατολογίας και ασκητικότητας.
τη φιλοξενία, την ένδεια, το μεράκι και τις αΐδιες Αρχές τής ελευθερίας, τής ισότητας, της κοινοκτημοσύνης, της κοινωνικής δικαιοσύνης και της αξίας τού ανθρώπου.
τον παραδοσιακό και αποστολικό, σαρκούμενο και προσληπτικό, μυσταγωγικό και αναστάσιμο, διδακτικό και μεταμορφωτικό, διακονικό και θεραπευτικό χαρακτήρα τής Θείας Λατρείας.
τη λειτουργική εσχατολογία ως ζώσα και δυναμική οδό, που χρονικά συνδυάζει ελληνικό και εβραϊκό τρόπο τού «σκέπτεσθαι», έναντι είτε τής «πραγματοποιηθείσας», είτε τής φουτουριστικής εσχατολογίας.
την «υψοποιό» αναγωγικότητα και συμβολικότητα της ρωμαίικης ναοδομίας, τής φωνητικής (αρχαιοελληνικής) μουσικής, αλλά και της ορθόδοξης εικονογραφίας, όπου τα παγανιστικά σύμβολα χάνουν την αρχική τους σημασία και γίνονται αποδεκτά ως απλά διακοσμητικά στοιχεία. Ο ελλαδικός μάλιστα εκχριστιανισμός τής Τέχνης φθάνει μέχρι τού σημείου μυθικοί ήρωες, ημίθεοι και ομηρικοί θεοί να απεικονίζονται βυζαντινά, κάτι που, τηρουμένων των αναλογιών, βλέπουμε να κάνουν είτε οι Ρωμαίοι ταυτίζοντας τους εφέστιους θεούς τους με τους Διόσκουρους, είτε οι Εβραίοι καλλιτέχνες τού 14ου μ.Χ. αι., ζωγραφίζοντας προχριστιανικές προσωπικότητες ως μεσαιωνικούς ιππότες.
Αντίθετα, ο σύγχρονος δυτικοευρωπαϊκός ή, ορθότερα, αμερικανικός πολιτισμός, που αποπειράται τη «δυτικοποίηση» όλου τού κόσμου, είναι ένας πολιτισμός συσσώρευσης, ο οποίος διαχέεται από τα ΜΜΕ. Ένας τέτοιος εργαλειακός, τεχνοκεντρικός και χρησιμοθηρικός «πολιτισμός τής μάζας», δεν ανέχεται ούτε την Ιστορία και τις Παραδόσεις, ούτε τις διαχρονικές ανθρωπιστικές, ηθικές και πνευματικές αξίες, ούτε τούς επιμέρους πολιτισμούς των εθνοτήτων ή των κοινωνικών μειονοτήτων, αφού λειτουργεί ομογενοποιητικά, κομφορμιστικά, μηχανικά και ισοπεδωτικά. Κατά τον Renan, ο Σχολαστικισμός και ο Προτεσταντισμός, και μάλιστα ο γερμανικός, όπως άλλωστε η Φραγκοσύνη και ο Καλβινισμός, ως σκοπό τους, κατά βάση, θέτουν ―σύμφωνα με το πλατωνικό, θουκυδίδειο, ολυμπιακό και ρωμαϊκό ιδεώδες τής (νιτσεϊκής) δύναμης και κυριαρχίας, δηλ. την αποθέωση του Υπεράνθρωπου― την οικονομική άνεση, την ευμάρεια, την ευημερία, την πολυτέλεια, τη σπατάλη, την επίδειξη, την επιτυχία και γενικά τη μικροαστική ευτυχία που διακήρυττε ο Άγγλος φιλόσοφος John Lock, ενώ ως μέσα χρησιμοποιούν την εξαπάτηση του Ιακώβ ή, κατά τον Όμηρο, τον «ισόθεον» Οδυσσέα, δηλ. την, κατά Hegel, Τεχνολογία και την «πανουργία τού Ορθού Λόγου».
Η όλη αυτή ως άνω συγκριτική ανάλυση δεν είχε το νόημα της υποτίμησης του δυτικού πολιτισμού και της υπερεκτίμησης του ρωμαίικου. Άλλωστε, δεκάδες τέτοιες προβλέψεις και αφορισμοί έχουν δει, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο Εξωτερικό, το φως τής δημοσιότητας ―καλώς ή κακώς, ειλικρινά ή δολερά― αρχής γενομένης από το 1919 με το κλασικό πλέον έργο «Η παρακμή τής Δύσης» τού Γερμανού ιστορικού και φιλόσοφου Oswald Spengler. Και οι δυο αυτοί μεγάλοι και ιστορικοί πολιτισμοί ως ανθρώπινοι βαρύνονται με «στίγματα» πολλών πταισμάτων. Αυτό που σήμερα ενδιαφέρει, είναι η αυτοκριτική επισήμανσή τους, η διακριτική περιχώρησή τους και η πολυπολιτισμική συνύπαρξή τους για ένα ποιοτικά και οικουμενικά ανθρώπινο βιώσιμο μέλλον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου